- ἀκαταστασίᾳ
- ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασίαinstabilityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκαταστασία — ἀκαταστασίᾱ , ἀκαταστασία instability fem nom/voc/acc dual ἀκαταστασίᾱ , ἀκαταστασία instability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταστασία — η (Α ἀκαταστασία) [ἀκατάστατος] ανωμαλία, ταραχή, αναρχία νεοελλ. η έλλειψη τάξης, η αταξία αρχ. 1. η ανικανότητα για ορθοστασία «τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121) 2. η αστάθεια, η ελαφρότητα τού χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7 … Dictionary of Greek
ακαταστασία — η κακή κατάσταση, αταξία: Σ αυτό το σπίτι υπάρχει μεγάλη ακαταστασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταστασίας — ἀκαταστασίᾱς , ἀκαταστασία instability fem acc pl ἀκαταστασίᾱς , ἀκαταστασία instability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασί' — ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασία instability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίαι — ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασία instability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίαν — ἀκαταστασίᾱν , ἀκαταστασία instability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίαις — ἀκαταστασία instability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίη — ἀκαταστασία instability fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστασίης — ἀκαταστασία instability fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)